Translation meaning & definition of the word "procrastination" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναβλητικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Procrastination
[Αναβλητικότητα]/prəkræstəneʃən/
noun
1. The act of procrastinating
- Putting off or delaying or defering an action to a later time
- synonym:
- procrastination ,
- cunctation ,
- shillyshally
1. Η πράξη της αναβλητικότητας
- Αναβάλλοντας ή καθυστερώντας ή προωθώντας μια ενέργεια σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα
- συνώνυμο:
- αναβλητικότητα ,
- ταπείνωση ,
- αποτυχημένα
2. Slowness as a consequence of not getting around to it
- synonym:
- dilatoriness ,
- procrastination
2. Η βραδύτητα ως συνέπεια του να μην περάσει σε αυτό
- συνώνυμο:
- διαστολή ,
- αναβλητικότητα
Examples of using
I was supposed to do a course on how to avoid procrastination, but I kept putting it off.
Έπρεπε να κάνω μια πορεία για το πώς να αποφύγω την αναβλητικότητα, αλλά συνέχισα να την αναβάλλω.