Translation meaning & definition of the word "problematic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προβληματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Problematic
[Προβληματικόσ]/prɑbləmætɪk/
adjective
1. Open to doubt or debate
- "If you ever get married, which seems to be extremely problematic"
- synonym:
- debatable ,
- problematic ,
- problematical
1. Ανοιχτό σε αμφιβολίες ή συζητήσεις
- "Αν παντρευτείτε ποτέ, αυτό φαίνεται να είναι εξαιρετικά προβληματικό"
- συνώνυμο:
- συζητήσιμη ,
- προβληματικόσ
2. Making great mental demands
- Hard to comprehend or solve or believe
- "A baffling problem"
- "I faced the knotty problem of what to have for breakfast"
- "A problematic situation at home"
- synonym:
- baffling ,
- elusive ,
- knotty ,
- problematic ,
- problematical ,
- tough
2. Κάνοντας μεγάλες πνευματικές απαιτήσεις
- Δύσκολο να κατανοήσει ή να λύσει ή να πιστέψει
- "Ένα πρόβλημα αναφοράς"
- "Αντιμετώπισα το πρόβλημα του τι να πάρω για πρωινό"
- "Μια προβληματική κατάσταση στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- απολυτρωτικόσ ,
- ανακατωμένοσ ,
- προβληματικόσ ,
- σκληρός