Translation meaning & definition of the word "probe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραγματικό" στην ελληνική γλώσσα
Probe
[Προμηθεύω]noun
1. An inquiry into unfamiliar or questionable activities
- "There was a congressional probe into the scandal"
- synonym:
- probe ,
- investigation
1. Έρευνα για άγνωστες ή αμφισβητήσιμες δραστηριότητες
- "Υπήρξε μια έρευνα του κογκρέσου για το σκάνδαλο"
- συνώνυμο:
- ανιχνευτής ,
- έρευνα
2. A flexible slender surgical instrument with a blunt end that is used to explore wounds or body cavities
- synonym:
- probe
2. Ένα εύκαμπτο λεπτό χειρουργικό όργανο με αμβλύ άκρο που χρησιμοποιείται για την εξερεύνηση πληγών ή κοιλοτήτων του σώματος
- συνώνυμο:
- ανιχνευτής
3. An exploratory action or expedition
- synonym:
- probe
3. Μια διερευνητική δράση ή αποστολή
- συνώνυμο:
- ανιχνευτής
4. An investigation conducted using a flexible surgical instrument to explore an injury or a body cavity
- synonym:
- probe
4. Μια έρευνα που διεξήχθη χρησιμοποιώντας ένα εύκαμπτο χειρουργικό εργαλείο για να διερευνήσει έναν τραυματισμό ή μια κοιλότητα του σώματος
- συνώνυμο:
- ανιχνευτής
verb
1. Question or examine thoroughly and closely
- synonym:
- probe ,
- examine
1. Ερωτήσεις ή εξετάστε προσεκτικά και προσεκτικά
- συνώνυμο:
- ανιχνευτής ,
- εξετάζω
2. Examine physically with or as if with a probe
- "Probe an anthill"
- synonym:
- probe ,
- dig into ,
- poke into
2. Εξετάστε φυσικά με ή σαν με έναν ανιχνευτή
- "Πάμε με έναν μυρμήγκι"
- συνώνυμο:
- ανιχνευτής ,
- εκβάλλω ,
- παρακινώ