Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "probation" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόβαση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Probation

[Δοκιμασία]
/proʊbeʃən/

noun

1. A trial period during which your character and abilities are tested to see whether you are suitable for work or for membership

    synonym:
  • probation

1. Μια δοκιμαστική περίοδος κατά την οποία ο χαρακτήρας και οι ικανότητές σας δοκιμάζονται για να δείτε αν είστε κατάλληλοι για εργασία ή για συμμετοχή

    συνώνυμο:
  • δοκιμασία

2. A trial period during which an offender has time to redeem himself or herself

    synonym:
  • probation

2. Μια δοκιμαστική περίοδος κατά την οποία ένας δράστης έχει χρόνο να εξαργυρώσει τον εαυτό του ή τον εαυτό του

    συνώνυμο:
  • δοκιμασία

3. (law) a way of dealing with offenders without imprisoning them

  • A defendant found guilty of a crime is released by the court without imprisonment subject to conditions imposed by the court
  • "Probation is part of the sentencing process"
    synonym:
  • probation

3. (-δικαία είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης των παραβατών χωρίς φυλάκιση τους

  • Ένας κατηγορούμενος που κρίθηκε ένοχος για αδίκημα απελευθερώνεται από το δικαστήριο χωρίς φυλάκιση υπό τους όρους που επιβάλλονται από
  • "Η διαδικασία είναι μέρος της διαδικασίας καταδίκης"
    συνώνυμο:
  • δοκιμασία