Translation meaning & definition of the word "pro" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pro
[Προ]/proʊ/
noun
1. An athlete who plays for pay
- synonym:
- professional ,
- pro
1. Ένας αθλητής που παίζει για την αμοιβή
- συνώνυμο:
- επαγγελματίας
2. An argument in favor of a proposal
- synonym:
- pro
2. Επιχείρημα υπέρ μιας πρότασης
- συνώνυμο:
- επαγγελματίας
adjective
1. In favor of (an action or proposal etc.)
- "A pro vote"
- synonym:
- pro
1. Υπέρ της (ανικής δράσης ή πρότασης κλπ.)
- "Επαγγελματική ψήφος"
- συνώνυμο:
- επαγγελματίας
adverb
1. In favor of a proposition, opinion, etc.
- synonym:
- pro
1. Υπέρ μιας πρότασης, γνώμης κ.λπ.
- συνώνυμο:
- επαγγελματίας
Examples of using
Tom plays baseball like a pro.
Ο Τομ παίζει μπέιζμπολ σαν επαγγελματίας.
No pro golfer in Japan is as popular as Jumbo Ozaki.
Κανένας επαγγελματίας γκολφ στην Ιαπωνία δεν είναι τόσο δημοφιλής όσο ο Τζούμπο Οζάκι.
Tom plays baseball like a pro.
Ο Τομ παίζει μπέιζμπολ σαν επαγγελματίας.