Translation meaning & definition of the word "prize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προτεραιότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prize
[Βραβείο]/praɪz/
noun
1. Something given for victory or superiority in a contest or competition or for winning a lottery
- "The prize was a free trip to europe"
- synonym:
- prize ,
- award
1. Κάτι που δίνεται για τη νίκη ή την ανωτερότητα σε ένα διαγωνισμό ή διαγωνισμό ή για τη νίκη μιας λαχειοφόρου αγοράς
- "Το βραβείο ήταν ένα δωρεάν ταξίδι στην ευρώπη"
- συνώνυμο:
- βραβείο
2. Goods or money obtained illegally
- synonym:
- loot ,
- booty ,
- pillage ,
- plunder ,
- prize ,
- swag ,
- dirty money
2. Αγαθά ή χρήματα που λαμβάνονται παράνομα
- συνώνυμο:
- λάφυρα ,
- λεία ,
- λεηλασία ,
- λεηλατώ ,
- βραβείο ,
- παραπαίω ,
- βρώμικα χρήματα
3. Something given as a token of victory
- synonym:
- trophy ,
- prize
3. Κάτι που δίνεται ως ένδειξη νίκης
- συνώνυμο:
- τρόπαιο ,
- βραβείο
verb
1. Hold dear
- "I prize these old photographs"
- synonym:
- prize ,
- value ,
- treasure ,
- appreciate
1. Κρατώ αγαπητό
- "Επιβραβεύω αυτές τις παλιές φωτογραφίες"
- συνώνυμο:
- βραβείο ,
- τιμή ,
- θησαυρός ,
- εκτιμώ
2. To move or force, especially in an effort to get something open
- "The burglar jimmied the lock": "raccoons managed to pry the lid off the garbage pail"
- synonym:
- pry ,
- prise ,
- prize ,
- lever ,
- jimmy
2. Να κινηθεί ή να αναγκάσει, ειδικά σε μια προσπάθεια να πάρει κάτι ανοιχτό
- "Ο διαρρήκτης τράβηξε την κλειδαριά": "οι κακόνοι κατάφεραν να βγάλουν το καπάκι από το σκουπιδοτενεκέ"
- συνώνυμο:
- πρίντι ,
- ευλογημένοσ ,
- βραβείο ,
- μοχλός ,
- τζίμι
3. Regard highly
- Think much of
- "I respect his judgement"
- "We prize his creativity"
- synonym:
- respect ,
- esteem ,
- value ,
- prize ,
- prise
3. Εκτιμώ πολύ
- Σκεφτείτε πολλά
- "Σέβομαι την κρίση του"
- "Επωμίζουμε τη δημιουργικότητά του"
- συνώνυμο:
- σεβασμός ,
- εκτίμηση ,
- τιμή ,
- βραβείο ,
- ευλογημένοσ
adjective
1. Of superior grade
- "Choice wines"
- "Prime beef"
- "Prize carnations"
- "Quality paper"
- "Select peaches"
- synonym:
- choice ,
- prime(a) ,
- prize ,
- quality ,
- select
1. Ανώτερος βαθμός
- "Επιλέξτε κρασιά"
- "Βόειο κρέας πρωτεύουσας"
- "Γαρίφαλα"
- "Ποιοτικό χαρτί"
- "Επιλέξτε ροδάκινα"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- πρωτ() ,
- βραβείο ,
- ποιότητα ,
- επιλέξτε
Examples of using
I won the first prize.
Κέρδισα το πρώτο βραβείο.
I was surprised by the news that Mary had won the first prize.
Έμεινα έκπληκτος από την είδηση ότι η Μαρία είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο.
He won the first prize at the chess tournament.
Κέρδισε το πρώτο βραβείο στο τουρνουά σκακιού.