Translation meaning & definition of the word "privately" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιδιωτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Privately
[Ιδιωτικά]/praɪvətli/
adverb
1. Kept private or confined to those intimately concerned
- "It was discussed privately between the two men"
- "Privately, she thought differently"
- "Some member of his own party hoped privately for his defeat"
- "He was questioned in private"
- synonym:
- privately ,
- in private ,
- in camera
1. Παραμένει ιδιωτική ή περιορισμένη σε όσους ενδιαφέρονται στενά
- "Συζητήθηκε ιδιωτικά μεταξύ των δύο ανδρών"
- "Ιδιαίτερα, σκέφτηκε διαφορετικά"
- "Κάποιο μέλος του δικού του κόμματος ήλπιζε ιδιωτικά για την ήττα του"
- "Ανακρίθηκε ιδιωτικά"
- συνώνυμο:
- ιδιωτικά ,
- στην κάμερα
2. By a private person or interest
- "A privately financed campaign"
- synonym:
- privately
2. Από ιδιώτη ή ενδιαφέρον
- "Μια ιδιωτική χρηματοδοτούμενη εκστρατεία"
- συνώνυμο:
- ιδιωτικά
Examples of using
Tom wanted to speak to Mary privately.
Ο Τομ ήθελε να μιλήσει στη Μαίρη ιδιωτικά.
Do you want to speak privately?
Θέλετε να μιλήσετε ιδιωτικά?
Do you want to speak privately?
Θέλετε να μιλήσετε ιδιωτικά?