Translation meaning & definition of the word "prisoner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυλακισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prisoner
[Κρατούμενοσ]/prɪzənər/
noun
1. A person who is confined
- Especially a prisoner of war
- synonym:
- prisoner ,
- captive
1. Ένα άτομο που είναι περιορισμένο
- Ειδικά αιχμάλωτος πολέμου
- συνώνυμο:
- κρατούμενος ,
- αιχμάλωτος
Examples of using
Tom was a prisoner of war for three years.
Ο Τομ ήταν αιχμάλωτος πολέμου για τρία χρόνια.
The prisoner was found guilty.
Ο κρατούμενος κρίθηκε ένοχος.
He ordered them to release the prisoner.
Τους διέταξε να απελευθερώσουν τον κρατούμενο.