Translation meaning & definition of the word "prism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρίσμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prism
[Πρίσμα]/prɪzəm/
noun
1. A polyhedron with two congruent and parallel faces (the bases) and whose lateral faces are parallelograms
- synonym:
- prism
1. Ένα πολύεδρο με δύο συνακόλουθες και παράλληλες όψεις (θεμβάσεις) και των οποίων τα πλευρικά πρόσωπα είναι παραλληλόγραμμα
- συνώνυμο:
- πρίσμα
2. Optical device having a triangular shape and made of glass or quartz
- Used to deviate a beam or invert an image
- synonym:
- prism ,
- optical prism
2. Οπτική συσκευή με τριγωνικό σχήμα και κατασκευασμένη από γυαλί ή χαλαζία
- Χρησιμοποιείται για να αποκλίνει μια δέσμη ή να αντιστρέψει μια εικόνα
- συνώνυμο:
- πρίσμα ,
- οπτικό πρίσμα