Translation meaning & definition of the word "print" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έντυπο" στην ελληνική γλώσσα
noun
1. The text appearing in a book, newspaper, or other printed publication
- "I want to see it in print"
- synonym:
1. Το κείμενο που εμφανίζεται σε βιβλίο, εφημερίδα ή άλλη έντυπη έκδοση
- "Θέλω να το δω σε εκτύπωση"
- συνώνυμο:
- εκτύπωση
2. A picture or design printed from an engraving
- synonym:
2. Μια εικόνα ή ένα σχέδιο που τυπώνεται από μια χάραξη
- συνώνυμο:
- εκτύπωση
3. A visible indication made on a surface
- "Some previous reader had covered the pages with dozens of marks"
- "Paw prints were everywhere"
- synonym:
- mark ,
3. Μια ορατή ένδειξη που γίνεται σε μια επιφάνεια
- "Κάποιος προηγούμενος αναγνώστης είχε καλύψει τις σελίδες με δεκάδες σημάδια"
- "Τα πόδια ήταν παντού"
- συνώνυμο:
- σηματοδοτώ ,
- εκτύπωση
4. Availability in printed form
- "We've got to get that story into print"
- "His book is no longer in print"
- synonym:
4. Διαθεσιμότητα σε έντυπη μορφή
- "Πρέπει να πάρουμε αυτή την ιστορία σε έντυπη μορφή"
- "Το βιβλίο του δεν είναι πλέον σε εκτύπωση"
- συνώνυμο:
- εκτύπωση
5. A copy of a movie on film (especially a particular version of it)
- synonym:
5. Ένα αντίγραφο μιας ταινίας στην ταινία (ειδικά μια συγκεκριμένη έκδοση του)
- συνώνυμο:
- εκτύπωση
6. A fabric with a dyed pattern pressed onto it (usually by engraved rollers)
- synonym:
6. Ένα ύφασμα με βαμμένο μοτίβο πιέζεται πάνω του (συνήθως από χαραγμένους κυλίνδρους)
- συνώνυμο:
- εκτύπωση
7. A printed picture produced from a photographic negative
- synonym:
- photographic print ,
7. Μια τυπωμένη εικόνα που παράγεται από ένα φωτογραφικό αρνητικό
- συνώνυμο:
- φωτογραφική εκτύπωση ,
- εκτύπωση
verb
1. Put into print
- "The newspaper published the news of the royal couple's divorce"
- "These news should not be printed"
- synonym:
- publish
1. Βάζω σε εκτύπωση
- "Η εφημερίδα δημοσίευσε την είδηση του διαζυγίου του βασιλικού ζεύγους"
- "Αυτά τα νέα δεν πρέπει να εκτυπωθούν"
- συνώνυμο:
- εκτύπωση ,
- δημοσιεύω
2. Write as if with print
- Not cursive
- synonym:
2. Γράψτε σαν με εκτύπωση
- Όχι καταραμένος
- συνώνυμο:
- εκτύπωση
3. Make into a print
- "Print the negative"
- synonym:
3. Κάνω εκτύπωση
- "Εκτυπώστε το αρνητικό"
- συνώνυμο:
- εκτύπωση
4. Reproduce by printing
- synonym:
- impress
4. Αναπαραγωγή με εκτύπωση
- συνώνυμο:
- εκτύπωση ,
- εντυπωσιάζω