Translation meaning & definition of the word "principle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχή" στην ελληνική γλώσσα
Principle
[Αρχή]noun
1. A basic generalization that is accepted as true and that can be used as a basis for reasoning or conduct
- "Their principles of composition characterized all their works"
- synonym:
- principle ,
- rule
1. Μια βασική γενίκευση που γίνεται αποδεκτή ως αληθινή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για συλλογιστική ή συμπεριφορά
- "Οι αρχές της σύνθεσής τους χαρακτήριζαν όλα τα έργα τους"
- συνώνυμο:
- αρχή ,
- κανόνας
2. A rule or standard especially of good behavior
- "A man of principle"
- "He will not violate his principles"
- synonym:
- principle
2. Ένας κανόνας ή ένα πρότυπο ειδικά της καλής συμπεριφοράς
- "Ένας άνθρωπος της αρχής"
- "Δεν θα παραβιάσει τις αρχές του"
- συνώνυμο:
- αρχή
3. A basic truth or law or assumption
- "The principles of democracy"
- synonym:
- principle
3. Μια βασική αλήθεια ή νόμος ή υπόθεση
- "Οι αρχές της δημοκρατίας"
- συνώνυμο:
- αρχή
4. A rule or law concerning a natural phenomenon or the function of a complex system
- "The principle of the conservation of mass"
- "The principle of jet propulsion"
- "The right-hand rule for inductive fields"
- synonym:
- principle ,
- rule
4. Ένας κανόνας ή ένας νόμος που αφορά ένα φυσικό φαινόμενο ή τη λειτουργία ενός πολύπλοκου συστήματος
- "Η αρχή της διατήρησης της μάζας"
- "Η αρχή της πρόωσης τζετ"
- "Ο κανόνας του δεξιού χεριού για τα επαγωγικά πεδία"
- συνώνυμο:
- αρχή ,
- κανόνας
5. Rule of personal conduct
- synonym:
- principle ,
- precept
5. Κανόνας προσωπικής συμπεριφοράς
- συνώνυμο:
- αρχή ,
- παρασκευή
6. (law) an explanation of the fundamental reasons (especially an explanation of the working of some device in terms of laws of nature)
- "The rationale for capital punishment"
- "The principles of internal-combustion engines"
- synonym:
- rationale ,
- principle
6. (νυ) μια εξήγηση των θεμελιωδών λόγων (ειδικά μια εξήγηση της λειτουργίας κάποιας συσκευής όσον αφορά τους νόμους της φύσης)
- "Η λογική της θανατικής ποινής"
- "Οι αρχές των κινητήρων εσωτερικής καύσης"
- συνώνυμο:
- λογική ,
- αρχή