Translation meaning & definition of the word "principality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Principality
[Πριγκιπάτο]/prɪnsɪpælɪti/
noun
1. Territory ruled by a prince
- synonym:
- principality ,
- princedom
1. Εδάφη που κυβερνούνται από έναν πρίγκιπα
- συνώνυμο:
- πριγκιπάτο ,
- πρεσβεύω
Examples of using
Andorra is a small principality situated between Spain and France.
Η Ανδόρα είναι ένα μικρό πριγκιπάτο που βρίσκεται μεταξύ της Ισπανίας και της Γαλλίας.