Translation meaning & definition of the word "primus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτεύουσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Primus
[Πρίμων]/praɪməs/
noun
1. The presiding bishop of the episcopal church of scotland
- synonym:
- primus
1. Ο πρόεδρος της επισκοπικής εκκλησίας της σκωτίας
- συνώνυμο:
- πρώτοσ
2. A portable paraffin cooking stove
- Used by campers
- synonym:
- Primus stove ,
- Primus
2. Μια φορητή σόμπα μαγειρέματος παραφίνης
- Χρησιμοποιείται από κατασκηνωτές
- συνώνυμο:
- Κουζίνα πρίμωτος ,
- Πρίμων