Translation meaning & definition of the word "primer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτεύον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Primer
[Αστάρι]/praɪmər/
noun
1. An introductory textbook
- synonym:
- primer
1. Ένα εισαγωγικό βιβλίο
- συνώνυμο:
- αστάρι
2. Any igniter that is used to initiate the burning of a propellant
- synonym:
- fuse ,
- fuze ,
- fusee ,
- fuzee ,
- primer ,
- priming
2. Οποιοσδήποτε αναφλεκτήρας που χρησιμοποιείται για να ξεκινήσει την καύση ενός προωθητικού
- συνώνυμο:
- ασφάλεια ,
- φουρντ ,
- φούσε ,
- φουζί ,
- αστάρι ,
- εναστάλαξη
3. The first or preliminary coat of paint or size applied to a surface
- synonym:
- flat coat ,
- ground ,
- primer ,
- priming ,
- primer coat ,
- priming coat ,
- undercoat
3. Το πρώτο ή προκαταρκτικό παλτό του χρώματος ή του μεγέθους που εφαρμόζεται σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- επίπεδο παλτό ,
- έδαφος ,
- αστάρι ,
- εναστάλαξη ,
- παλτό αστάρι ,
- παλτό επικάλυψης ,
- υπόστρωμα