Translation meaning & definition of the word "prime" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτεύουσα" στην ελληνική γλώσσα
Prime
[Πρωταρχικός]noun
1. A number that has no factor but itself and 1
- synonym:
- prime ,
- prime quantity
1. Ένας αριθμός που δεν έχει κανέναν παράγοντα εκτός από τον εαυτό του και το 1
- συνώνυμο:
- πρώτοσ ,
- πρώτη ποσότητα
2. The period of greatest prosperity or productivity
- synonym:
- flower ,
- prime ,
- peak ,
- heyday ,
- bloom ,
- blossom ,
- efflorescence ,
- flush
2. Η περίοδος της μεγαλύτερης ευημερίας ή παραγωγικότητας
- συνώνυμο:
- λουλούδι ,
- πρώτοσ ,
- κορυφή ,
- εβδομάδα ,
- ανθίζω ,
- άνθος ,
- εξάνθημα ,
- επίπλευση
3. The second canonical hour
- About 6 a.m.
- synonym:
- prime
3. Η δεύτερη κανονική ώρα
- Περίπου 6 π.μ.
- συνώνυμο:
- πρώτοσ
4. The time of maturity when power and vigor are greatest
- synonym:
- prime ,
- prime of life
4. Ο χρόνος της ωριμότητας όταν η δύναμη και η δύναμη είναι μεγαλύτερες
- συνώνυμο:
- πρώτοσ ,
- πρώτη της ζωής
verb
1. Insert a primer into (a gun, mine, or charge) preparatory to detonation or firing
- "Prime a cannon"
- "Prime a mine"
- synonym:
- prime
1. Εισάγετε ένα αστάρι σε ένα πιστόλι (α, ορυχείο, ή φορτίστε) προπαρασκευαστικό για πυροδότηση ή πυροδότηση
- "Πρώτα ένα κανόνι"
- "Πρωτεύουσα ορυχείο"
- συνώνυμο:
- πρώτοσ
2. Cover with a primer
- Apply a primer to
- synonym:
- prime ,
- ground ,
- undercoat
2. Καλύψτε με ένα αστάρι
- Εφαρμόστε ένα αστάρι σε
- συνώνυμο:
- πρώτοσ ,
- έδαφος ,
- υπόστρωμα
3. Fill with priming liquid
- "Prime a car engine"
- synonym:
- prime
3. Γεμίστε με υγρό αστάρωσης
- "Πρώτος ένας κινητήρας αυτοκινήτου"
- συνώνυμο:
- πρώτοσ
adjective
1. First in rank or degree
- "An architect of premier rank"
- "The prime minister"
- synonym:
- premier(a) ,
- prime(a)
1. Πρώτα σε βαθμό ή βαθμό
- "Ένας αρχιτέκτονας της πρώτης τάξης"
- "Ο πρωθυπουργός"
- συνώνυμο:
- πρεμιέρ(α ,
- πρωτ()
2. Used of the first or originating agent
- "Prime mover"
- synonym:
- prime(a)
2. Χρησιμοποιημένος του πρώτου ή προερχόμενου παράγοντα
- "Πρώτος που κινείται"
- συνώνυμο:
- πρωτ()
3. Of superior grade
- "Choice wines"
- "Prime beef"
- "Prize carnations"
- "Quality paper"
- "Select peaches"
- synonym:
- choice ,
- prime(a) ,
- prize ,
- quality ,
- select
3. Ανώτερος βαθμός
- "Επιλέξτε κρασιά"
- "Βόειο κρέας πρωτεύουσας"
- "Γαρίφαλα"
- "Ποιοτικό χαρτί"
- "Επιλέξτε ροδάκινα"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- πρωτ() ,
- βραβείο ,
- ποιότητα ,
- επιλέξτε
4. Of or relating to or being an integer that cannot be factored into other integers
- "Prime number"
- synonym:
- prime
4. Από ή σχετίζονται με ή είναι ακέραιος αριθμός που δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε άλλους ακέραιους αριθμούς
- "Πρώτος αριθμός"
- συνώνυμο:
- πρώτοσ
5. Being at the best stage of development
- "Our manhood's prime vigor"- robert browning
- synonym:
- prime ,
- meridian
5. Να βρίσκεστε στο καλύτερο στάδιο ανάπτυξης
- "Το πρωταρχικό σθένος της ανδρικής μας" - ρόμπερτ μπράουνινγκ
- συνώνυμο:
- πρώτοσ ,
- μεσημβρινός