Translation meaning & definition of the word "primary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτεύον" στην ελληνική γλώσσα
Primary
[Πρωτοπαθής]noun
1. A preliminary election where delegates or nominees are chosen
- synonym:
- primary ,
- primary election
1. Προκαταρκτικές εκλογές όπου επιλέγονται αντιπρόσωποι ή υποψήφιοι
- συνώνυμο:
- πρωτογενής ,
- πρωτογενείς εκλογές
2. One of the main flight feathers projecting along the outer edge of a bird's wing
- synonym:
- primary ,
- primary feather ,
- primary quill
2. Ένα από τα κύρια φτερά πτήσης που προβάλλουν κατά μήκος της εξωτερικής άκρης της πτέρυγας ενός πουλιού
- συνώνυμο:
- πρωτογενής ,
- πρωτογενές φτερό ,
- πρωτογενής αποβάθρα
3. (astronomy) a celestial body (especially a star) relative to other objects in orbit around it
- synonym:
- primary
3. (αστρονομία) ένα ουράνιο σώμα (ειδικά αστερίσκο σε σχέση με άλλα αντικείμενα σε τροχιά γύρω από αυτό
- συνώνυμο:
- πρωτογενής
4. Coil forming the part of an electrical circuit such that changing current in it induces a current in a neighboring circuit
- "Current through the primary coil induces current in the secondary coil"
- synonym:
- primary coil ,
- primary winding ,
- primary
4. Η σπείρα που διαμορφώνει το μέρος ενός ηλεκτρικού κυκλώματος έτσι ώστε η αλλαγή ρεύματος σε αυτό προκαλεί ένα ρεύμα σε ένα γειτονικό κύκλωμα
- "Το ρεύμα μέσω του αρχικού πηνίου προκαλεί το ρεύμα στη δευτεροβάθμια σπείρα"
- συνώνυμο:
- πρωτογενές πηνίο ,
- πρωτογενής περιέλιξη ,
- πρωτογενής
adjective
1. Of first rank or importance or value
- Direct and immediate rather than secondary
- "Primary goals"
- "A primary effect"
- "Primary sources"
- "A primary interest"
- synonym:
- primary
1. Πρώτης τάξης ή σημασίας ή αξίας
- Άμεση και άμεση και όχι δευτερεύουσα
- "Πρωταρχικοί στόχοι"
- "Πρωταρχικό αποτέλεσμα"
- "Πρωτογενείς πηγές"
- "Πρωταρχικό ενδιαφέρον"
- συνώνυμο:
- πρωτογενής
2. Not derived from or reducible to something else
- Basic
- "A primary instinct"
- synonym:
- primary
2. Δεν προέρχεται από ή δεν μειώνεται σε κάτι άλλο
- Βασικός
- "Πρωταρχικό ένστικτο"
- συνώνυμο:
- πρωτογενής
3. Most important element
- "The chief aim of living"
- "The main doors were of solid glass"
- "The principal rivers of america"
- "The principal example"
- "Policemen were primary targets"
- "The master bedroom"
- "A master switch"
- synonym:
- chief(a) ,
- main(a) ,
- primary(a) ,
- principal(a) ,
- master(a)
3. Το πιο σημαντικό στοιχείο
- "Ο κύριος στόχος της ζωής"
- "Οι κύριες πόρτες ήταν από στερεό γυαλί"
- "Οι κυριότεροι ποταμοί της αμερικής"
- "Το κυριότερο παράδειγμα"
- "Οι πολιτικοί ήταν πρωταρχικοί στόχοι"
- "Το κύριο υπνοδωμάτιο"
- "Ένας κύριος διακόπτης"
- συνώνυμο:
- αρχη(α ,
- βασικά( ,
- πρωτογ() ,
- βασιλιάς ,
- μάστε()
4. Of or being the essential or basic part
- "An elementary need for love and nurturing"
- synonym:
- elementary ,
- elemental ,
- primary
4. Από ή είναι το ουσιαστικό ή βασικό μέρος
- "Μια στοιχειώδης ανάγκη για αγάπη και φροντίδα"
- συνώνυμο:
- στοιχειώδης ,
- στοιχειακός ,
- πρωτογενής
5. Of primary importance
- synonym:
- basal ,
- primary
5. Πρωταρχικής σημασίας
- συνώνυμο:
- βασικά ,
- πρωτογενής