Translation meaning & definition of the word "priest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιερέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Priest
[Ιερέας]/prist/
noun
1. A clergyman in christian churches who has the authority to perform or administer various religious rites
- One of the holy orders
- synonym:
- priest
1. Ένας κληρικός σε χριστιανικές εκκλησίες που έχει την εξουσία να εκτελεί ή να διαχειρίζεται διάφορες θρησκευτικές τελετές
- Μια από τις ιερές τάξεις
- συνώνυμο:
- ιερέας
2. A person who performs religious duties and ceremonies in a non-christian religion
- synonym:
- priest ,
- non-Christian priest
2. Ένα άτομο που εκτελεί θρησκευτικά καθήκοντα και τελετές σε μια μη χριστιανική θρησκεία
- συνώνυμο:
- ιερέας ,
- μη Χριστιανός ιερέας
Examples of using
The priest blessed the children.
Ο ιερέας ευλόγησε τα παιδιά.
This is the priest who married them.
Αυτός είναι ο ιερέας που τους παντρεύτηκε.
Tom is a priest.
Ο Τομ είναι ιερέας.