Translation meaning & definition of the word "pride" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περηφάνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pride
[Υπερηφάνεια]/praɪd/
noun
1. A feeling of self-respect and personal worth
- synonym:
- pride ,
- pridefulness
1. Αίσθηση αυτοσεβασμού και προσωπικής αξίας
- συνώνυμο:
- υπερηφάνεια
2. Satisfaction with your (or another's) achievements
- "He takes pride in his son's success"
- synonym:
- pride
2. Ικανοποίηση με τα ( ή τα επιτεύγματα ενός άλλου
- "Είναι υπερήφανος για την επιτυχία του γιου του"
- συνώνυμο:
- υπερηφάνεια
3. The trait of being spurred on by a dislike of falling below your standards
- synonym:
- pride
3. Το χαρακτηριστικό του να παρακινείστε από μια αντιπάθεια να πέσετε κάτω από τα πρότυπά σας
- συνώνυμο:
- υπερηφάνεια
4. A group of lions
- synonym:
- pride
4. Μια ομάδα λιονταριών
- συνώνυμο:
- υπερηφάνεια
5. Unreasonable and inordinate self-esteem (personified as one of the deadly sins)
- synonym:
- pride ,
- superbia
5. Παράλογη και υπερβολική αυτοεκτίμηση (προσωποποιημένη ως ένα από τα θανατηφόρα αμαρτήματα)
- συνώνυμο:
- υπερηφάνεια ,
- σούπερνα
verb
1. Be proud of
- "He prides himself on making it into law school"
- synonym:
- pride ,
- plume ,
- congratulate
1. Να είστε περήφανοι για
- "Υπερηφανεύεται για το ότι το έκανε νομική σχολή"
- συνώνυμο:
- υπερηφάνεια ,
- λοφίο ,
- συγχαίρω
Examples of using
Tom's pride won't let him admit he's wrong.
Η υπερηφάνεια του Τομ δεν θα τον αφήσει να παραδεχτεί ότι κάνει λάθος.
The new park is the pride of our city.
Το νέο πάρκο είναι η υπερηφάνεια της πόλης μας.
The pride of New York is its museums.
Η υπερηφάνεια της Νέας Υόρκης είναι τα μουσεία της.