Translation meaning & definition of the word "prickly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prickly
[Τραγανά]/prɪkli/
adjective
1. Very irritable
- "Bristly exchanges between the white house and the press"
- "He became prickly and spiteful"
- "Witty and waspish about his colleagues"
- synonym:
- bristly ,
- prickly ,
- splenetic ,
- waspish
1. Πολύ οξύθυμος
- "Ανταλλαγές μεταξύ του λευκού οίκου και του τύπου"
- "Έγινε τρομακτικός και μοχθηρός"
- "Γατούλα και σφήκα για τους συναδέλφους του"
- συνώνυμο:
- τρομερά ,
- φραγκοσυκιές ,
- σπληνετικόσ ,
- ερημική
2. Having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.
- "A horse with a short bristly mane"
- "Bristly shrubs"
- "Burred fruits"
- "Setaceous whiskers"
- synonym:
- barbed ,
- barbellate ,
- briary ,
- briery ,
- bristled ,
- bristly ,
- burred ,
- burry ,
- prickly ,
- setose ,
- setaceous ,
- spiny ,
- thorny
2. Έχοντας ή καλύπτονται με προστατευτικούς αχυρώνες ή περβάζια ή αγκάθια ή σετ κλπ.
- "Ένα άλογο με μια κοντή τρυφερή χαίτη"
- "Τρομεροί θάμνοι"
- "Φρούτα"
- "Καθορισμένα μουστάκια"
- συνώνυμο:
- αγκαθωτό ,
- βαρβελιανή ,
- μπριαλιστικόσ ,
- τρυπητήρι ,
- ανατριχιάζω ,
- τρομερά ,
- ανατρίχια ,
- ανατρέπω ,
- φραγκοσυκιές ,
- σετόζη ,
- σετοειδήσ ,
- ακανθώδησ