Translation meaning & definition of the word "prick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρικ" στην ελληνική γλώσσα
Prick
[Τραβώ]noun
1. Insulting terms of address for people who are stupid or irritating or ridiculous
- synonym:
- asshole ,
- bastard ,
- cocksucker ,
- dickhead ,
- shit ,
- mother fucker ,
- motherfucker ,
- prick ,
- whoreson ,
- son of a bitch ,
- SOB
1. Προσβλητικοί όροι διεύθυνσης για άτομα που είναι ηλίθιοι ή ερεθιστικοί ή γελοίοι
- συνώνυμο:
- μαλάκα ,
- μπάσταρδος ,
- παπαγάλοσ ,
- πασαρέλα ,
- σκατά ,
- μητέρα γαμημένη ,
- μητέρα ,
- τσιμπώ ,
- πόρνεσον ,
- γιος μιας σκύλας ,
- ΣΟΒ
2. A depression scratched or carved into a surface
- synonym:
- incision ,
- scratch ,
- prick ,
- slit ,
- dent
2. Μια κατάθλιψη γδαρμένη ή σκαλισμένη σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- τομή ,
- γρατσουνιά ,
- τσιμπώ ,
- αποφλοιωμένοσ ,
- οδοντωτός
3. Obscene terms for penis
- synonym:
- cock ,
- prick ,
- dick ,
- shaft ,
- pecker ,
- peter ,
- tool ,
- putz
3. Άσεμνοι όροι για το πέος
- συνώνυμο:
- πουλί ,
- τσιμπώ ,
- άξονας ,
- πέκτορασ ,
- πέτρος ,
- εργαλείο ,
- πούτσες
4. The act of puncturing with a small point
- "He gave the balloon a small prick"
- synonym:
- prick ,
- pricking
4. Η πράξη της διάτρησης με ένα μικρό σημείο
- "Έδωσε στο μπαλόνι ένα μικρό τσίμπημα"
- συνώνυμο:
- τσιμπώ
verb
1. Make a small hole into, as with a needle or a thorn
- "The nurse pricked my finger to get a small blood sample"
- synonym:
- prickle ,
- prick
1. Κάντε μια μικρή τρύπα μέσα, όπως με μια βελόνα ή ένα αγκάθι
- "Η νοσοκόμα τρύπησε το δάχτυλό μου για να πάρει ένα μικρό δείγμα αίματος"
- συνώνυμο:
- τσιμπώ
2. Cause a stinging pain
- "The needle pricked his skin"
- synonym:
- prick ,
- sting ,
- twinge
2. Προκαλώ πόνο
- "Η βελόνα τρύπησε το δέρμα του"
- συνώνυμο:
- τσιμπώ ,
- τσίμπημα ,
- τουίνγκ
3. Raise
- "The dog pricked up his ears"
- synonym:
- prick up ,
- prick ,
- cock up
3. Αυξάνω
- "Ο σκύλος τρύπησε τα αυτιά του"
- συνώνυμο:
- τσιμπώ ,
- πετάω
4. Stab or urge on as if with a pointed stick
- synonym:
- goad ,
- prick
4. Μαχαιρώστε ή παρακινήστε σαν με ένα μυτερό ραβδί
- συνώνυμο:
- παλιάνθρωποσ ,
- τσιμπώ
5. Cause a prickling sensation
- synonym:
- prickle ,
- prick
5. Προκαλώ μια αίσθηση τσιμπήματος
- συνώνυμο:
- τσιμπώ
6. To cause a sharp emotional pain
- "The thought of her unhappiness pricked his conscience"
- synonym:
- prick
6. Για να προκαλέσει έντονο συναισθηματικό πόνο
- "Η σκέψη της δυστυχίας της τρύπησε τη συνείδησή του"
- συνώνυμο:
- τσιμπώ
7. Deliver a sting to
- "A bee stung my arm yesterday"
- synonym:
- sting ,
- bite ,
- prick
7. Παραδίδω ένα τσίμπημα σε
- "Μια μέλισσα μου τσίμπησε το χέρι χθες"
- συνώνυμο:
- τσίμπημα ,
- δαγκώνω ,
- τσιμπώ