Translation meaning & definition of the word "prey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρελού" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prey
[Καταπληκτικόσ]/pre/
noun
1. A person who is the aim of an attack (especially a victim of ridicule or exploitation) by some hostile person or influence
- "He fell prey to muggers"
- "Everyone was fair game"
- "The target of a manhunt"
- synonym:
- prey ,
- quarry ,
- target ,
- fair game
1. Ένα άτομο που είναι ο στόχος μιας επίθεσης (ειδικά ένα θύμα γελοιοποίησης ή εκμετάλλευσης) από κάποιο εχθρικό πρόσωπο ή επιρροή
- "Έπεσε θύμα των ληστών"
- "Όλοι ήταν δίκαιο παιχνίδι"
- "Ο στόχος ενός ανθρωποκυνηγιού"
- συνώνυμο:
- θήραμα ,
- λατομείο ,
- στόχος ,
- δίκαιο παιχνίδι
2. Animal hunted or caught for food
- synonym:
- prey ,
- quarry
2. Ζώα κυνηγούσαν ή πιάστηκαν για φαγητό
- συνώνυμο:
- θήραμα ,
- λατομείο
verb
1. Profit from in an exploitatory manner
- "He feeds on her insecurity"
- synonym:
- prey ,
- feed
1. Επωφεληθείτε από τον εκμεταλλευτικό τρόπο
- "Τρέφεται με την ανασφάλειά της"
- συνώνυμο:
- θήραμα ,
- τροφή
2. Prey on or hunt for
- "These mammals predate certain eggs"
- synonym:
- raven ,
- prey ,
- predate
2. Ανατροφή ή κυνήγι για
- "Αυτά τα θηλαστικά προηγούνται ορισμένων αυγών"
- συνώνυμο:
- ράβεν ,
- θήραμα ,
- προηγούμενο
Examples of using
Cornered prey is the most dangerous kind.
Το κερατινοποιημένο θήραμα είναι το πιο επικίνδυνο είδος.