Translation meaning & definition of the word "pretty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όμορφο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pretty
[Όμορφος]/prɪti/
adjective
1. Pleasing by delicacy or grace
- Not imposing
- "Pretty girl"
- "Pretty song"
- "Pretty room"
- synonym:
- pretty
1. Ευχάριστο με λιχουδιά ή χάρη
- Δεν επιβάλλεται
- "Όμορφο κορίτσι"
- "Τραγούδι της μόδας"
- "Όμορφο δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- όμορφος
2. (used ironically) unexpectedly bad
- "A pretty mess"
- "A pretty kettle of fish"
- synonym:
- pretty
2. (χρησιμοποιείται ειρωνικά) απροσδόκητα κακό
- "Ένα αρκετά μπέρδεμα"
- "Ένας όμορφος βραστήρας ψαριών"
- συνώνυμο:
- όμορφος
adverb
1. To a moderately sufficient extent or degree
- "Pretty big"
- "Pretty bad"
- "Jolly decent of him"
- "The shoes are priced reasonably"
- "He is fairly clever with computers"
- synonym:
- reasonably ,
- moderately ,
- pretty ,
- jolly ,
- somewhat ,
- fairly ,
- middling ,
- passably
1. Σε μέτρια επαρκή έκταση ή βαθμό
- "Μεγάλο"
- "Εξαιρετικά κακό"
- "Είναι αξιοπρεπές από αυτόν"
- "Τα παπούτσια τιμολογούνται λογικά"
- "Είναι αρκετά έξυπνος με τους υπολογιστές"
- συνώνυμο:
- λογικά ,
- μέτρια ,
- όμορφος ,
- τζόλι ,
- κάπως ,
- δίκαια ,
- περιπλανώμαι ,
- παθητικά
Examples of using
That boat has pretty sails.
Αυτό το σκάφος έχει πολύ όμορφα πανιά.
The sea is pretty rough today.
Η θάλασσα είναι αρκετά τραχιά σήμερα.
Esperanto is pretty much of a non-language.
Η Εσπεράντο είναι σχεδόν μια μη γλώσσα.