Translation meaning & definition of the word "pretentious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερμηνευτικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pretentious
[Επιτηδευμένοσ]/pritɛnʃəs/
adjective
1. Making claim to or creating an appearance of (often undeserved) importance or distinction
- "A pretentious country house"
- "A pretentious fraud"
- "A pretentious scholarly edition"
- synonym:
- pretentious
1. Διεκδίκηση ή δημιουργία εμφάνισης (πολύ συχνά ανεπιθύμητης σημασίας ή διάκρισης
- "Ένα επιτηδευμένο εξοχικό σπίτι"
- "Επαινετική απάτη"
- "Μια επιτηδευμένη επιστημονική έκδοση"
- συνώνυμο:
- απαιτητικός
2. Intended to attract notice and impress others
- "An ostentatious sable coat"
- synonym:
- ostentatious ,
- pretentious
2. Προορίζεται να προσελκύσει ειδοποίηση και να εντυπωσιάσει τους άλλους
- "Ένα επιδεικτικό παλτό"
- συνώνυμο:
- επιδεικτικόσ ,
- απαιτητικός
3. (of a display) tawdry or vulgar
- synonym:
- ostentatious ,
- pretentious
3. ( μιας οθόνης) ή χυδαίο
- συνώνυμο:
- επιδεικτικόσ ,
- απαιτητικός