Translation meaning & definition of the word "pretender" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερμηνευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pretender
[Πρεπείσ]/pritɛndər/
noun
1. A claimant to the throne or to the office of ruler (usually without just title)
- synonym:
- Pretender
1. Ένας διεκδικητής του θρόνου ή στο γραφείο του ηγεμόνα (συνήθως χωρίς μόνο τίτλο)
- συνώνυμο:
- Πρεπείσ
2. A person who makes deceitful pretenses
- synonym:
- imposter ,
- impostor ,
- pretender ,
- fake ,
- faker ,
- fraud ,
- sham ,
- shammer ,
- pseudo ,
- pseud ,
- role player
2. Ένα άτομο που κάνει απατηλές προσποιήσεις
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- προσποιητήσ ,
- ψεύτικοσ ,
- απάτη ,
- σαμ ,
- αποτυχημένοσ ,
- ψευδο ,
- ψευδοψευδο ,
- παίκτης ρόλων
3. A person who professes beliefs and opinions that he or she does not hold in order to conceal his or her real feelings or motives
- synonym:
- hypocrite ,
- dissembler ,
- dissimulator ,
- phony ,
- phoney ,
- pretender
3. Ένα άτομο που διακηρύσσει πεποιθήσεις και απόψεις που δεν κρατάει για να κρύψει τα πραγματικά του συναισθήματα ή κίνητρα
- συνώνυμο:
- υποκριτής ,
- αποσυναρμολογητήσ ,
- διασκορπιστή ,
- ψεύτικος ,
- φούνεϊ ,
- προσποιητήσ