Translation meaning & definition of the word "presto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρέστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Presto
[Πρέστο]/prɛstoʊ/
adjective
1. (of tempo) very fast
- synonym:
- presto
1. ( του τέμπ) πολύ γρήγορα
- συνώνυμο:
- πρέστο
adverb
1. Suddenly
- "Presto! begone! 'tis here again"- swift
- synonym:
- presto
1. Ξαφνικά
- "Πρέστο! μπακαλάω! 'είναι εδώ και πάλι"- σάλτσα
- συνώνυμο:
- πρέστο
2. At a very fast tempo (faster than allegro)
- synonym:
- presto
2. Σε πολύ γρήγορο ρυθμό (φαστ πιο γρήγορα από το αλλη)
- συνώνυμο:
- πρέστο