Translation meaning & definition of the word "pressure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίεση" στην ελληνική γλώσσα
Pressure
[Πίεση]noun
1. The force applied to a unit area of surface
- Measured in pascals (si unit) or in dynes (cgs unit)
- "The compressed gas exerts an increased pressure"
- synonym:
- pressure ,
- pressure level ,
- force per unit area
1. Η δύναμη που εφαρμόζεται σε μια περιοχή μονάδων της επιφάνειας
- Μετριέται σε πασκάλες (σι μονάδα) ή σε δυνάμεις ( μονάδα)
- "Το συμπιεσμένο αέριο ασκεί αυξημένη πίεση"
- συνώνυμο:
- πίεση ,
- επίπεδο πίεσης ,
- δύναμη ανά περιοχή μονάδων
2. A force that compels
- "The public brought pressure to bear on the government"
- synonym:
- pressure
2. Μια δύναμη που αναγκάζει
- "Το κοινό έφερε πίεση στην κυβέρνηση"
- συνώνυμο:
- πίεση
3. The act of pressing
- The exertion of pressure
- "He gave the button a press"
- "He used pressure to stop the bleeding"
- "At the pressing of a button"
- synonym:
- press ,
- pressure ,
- pressing
3. Η πράξη της πίεσης
- Η άσκηση της πίεσης
- "Έδωσε στο κουμπί έναν τύπο"
- "Χρησιμοποίησε πίεση για να σταματήσει η αιμορραγία"
- "Στο πάτημα ενός κουμπιού"
- συνώνυμο:
- πατήστε ,
- πίεση
4. The state of demanding notice or attention
- "The insistence of their hunger"
- "The press of business matters"
- synonym:
- imperativeness ,
- insistence ,
- insistency ,
- press ,
- pressure
4. Η κατάσταση της απαιτητικής ειδοποίησης ή προσοχής
- "Η επιμονή της πείνας τους"
- "Ο τύπος των επιχειρήσεων έχει σημασία"
- συνώνυμο:
- αδιαπέραστο ,
- επιμονή ,
- πατήστε ,
- πίεση
5. The somatic sensation that results from applying force to an area of skin
- "The sensitivity of his skin to pressure and temperature was normal"
- synonym:
- pressure ,
- pressure sensation
5. Η σωματική αίσθηση που προκύπτει από την εφαρμογή της δύναμης σε μια περιοχή του δέρματος
- "Η ευαισθησία του δέρματός του στην πίεση και τη θερμοκρασία ήταν φυσιολογική"
- συνώνυμο:
- πίεση ,
- αίσθηση πίεσης
6. An oppressive condition of physical or mental or social or economic distress
- synonym:
- pressure
6. Μια καταπιεστική κατάσταση σωματικής ή ψυχικής ή κοινωνικής ή οικονομικής δυσφορίας
- συνώνυμο:
- πίεση
7. The pressure exerted by the atmosphere
- synonym:
- atmospheric pressure ,
- air pressure ,
- pressure
7. Η πίεση που ασκείται από την ατμόσφαιρα
- συνώνυμο:
- ατμοσφαιρική πίεση ,
- πίεση αέρα ,
- πίεση
verb
1. To cause to do through pressure or necessity, by physical, moral or intellectual means :"she forced him to take a job in the city"
- "He squeezed her for information"
- synonym:
- coerce ,
- hale ,
- squeeze ,
- pressure ,
- force
1. Να κάνει μέσω πίεσης ή αναγκαιότητας, με σωματικά, ηθικά ή πνευματικά μέσα: "τον ανάγκασε να πάρει δουλειά στην πόλη"
- "Την έσφιξε για πληροφορίες"
- συνώνυμο:
- εξαναγκάζω ,
- αλήτησ ,
- συμπιέζω ,
- πίεση ,
- δύναμη
2. Exert pressure on someone through threats
- synonym:
- blackmail ,
- blackjack ,
- pressure
2. Ασκείτε πίεση σε κάποιον μέσω απειλών
- συνώνυμο:
- εκβιασμός ,
- μπλάκτζακ ,
- πίεση