Translation meaning & definition of the word "preserver" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρευρισκόμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Preserver
[Συντηρητήσ]/prizərvər/
noun
1. A skilled worker who is employed to restore or refinish buildings or antique furniture
- synonym:
- refinisher ,
- renovator ,
- restorer ,
- preserver
1. Ένας ειδικευμένος εργαζόμενος που εργάζεται για την αποκατάσταση ή τη διυλιστικοποίηση κτιρίων ή παλαιών επίπλων
- συνώνυμο:
- αναδιυλιστήσ ,
- ανακαινιστήσ ,
- επαναφέρων ,
- προεδρεύων
2. A cook who preserves fruits or meat
- synonym:
- preserver
2. Ένας μάγειρας που διατηρεί φρούτα ή κρέας
- συνώνυμο:
- προεδρεύων
3. Someone who keeps safe from harm or danger
- synonym:
- preserver
3. Κάποιος που κρατά ασφαλές από τον κίνδυνο ή τη ζημιά
- συνώνυμο:
- προεδρεύων
4. Rescue equipment consisting of a buoyant belt or jacket to keep a person from drowning
- synonym:
- life preserver ,
- preserver ,
- flotation device
4. Εξοπλισμός διάσωσης που αποτελείται από ζώνη ή σακάκι για να κρατήσει ένα άτομο από πνιγμό
- συνώνυμο:
- προπονητής ζωής ,
- προεδρεύων ,
- συσκευή επίπλευσης