Translation meaning & definition of the word "preserve" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διατήρηση" στην ελληνική γλώσσα
Preserve
[Διατηρώ]noun
1. A domain that seems to be specially reserved for someone
- "Medicine is no longer a male preserve"
- synonym:
- preserve
1. Ένας τομέας που φαίνεται να προορίζεται ειδικά για κάποιον
- "Το φάρμακο δεν είναι πλέον ένα αρσενικό διατηρητέο"
- συνώνυμο:
- διατηρώ
2. A reservation where animals are protected
- synonym:
- preserve
2. Μια κράτηση όπου τα ζώα προστατεύονται
- συνώνυμο:
- διατηρώ
3. Fruit preserved by cooking with sugar
- synonym:
- conserve ,
- preserve ,
- conserves ,
- preserves
3. Φρούτα που διατηρούνται με το μαγείρεμα με ζάχαρη
- συνώνυμο:
- εξοικονομώ ,
- διατηρώ ,
- ωτηρίεσ ,
- διατηρεί
verb
1. Keep or maintain in unaltered condition
- Cause to remain or last
- "Preserve the peace in the family"
- "Continue the family tradition"
- "Carry on the old traditions"
- synonym:
- continue ,
- uphold ,
- carry on ,
- bear on ,
- preserve
1. Διατηρήστε ή διατηρήστε σε αμετάβλητη κατάσταση
- Αιτία να παραμείνει ή να διαρκέσει
- "Διατήρηση της ειρήνης στην οικογένεια"
- "Συνεχίστε την οικογενειακή παράδοση"
- "Φροντίστε για τις παλιές παραδόσεις"
- συνώνυμο:
- συνεχίζω ,
- υποστηρίζω ,
- αναποτιμώ ,
- διατηρώ
2. Keep in safety and protect from harm, decay, loss, or destruction
- "We preserve these archeological findings"
- "The old lady could not keep up the building"
- "Children must be taught to conserve our national heritage"
- "The museum curator conserved the ancient manuscripts"
- synonym:
- conserve ,
- preserve ,
- maintain ,
- keep up
2. Κρατήστε στην ασφάλεια και να προστατεύσει από τη ζημία, τη φθορά, την απώλεια, ή την καταστροφή
- "Διατηρούμε αυτά τα αρχαιολογικά ευρήματα"
- "Η γριά δεν μπορούσε να συνεχίσει το κτίριο"
- "Τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διατηρούν την εθνική μας κληρονομιά"
- "Ο επιμελητής του μουσείου διατήρησε τα αρχαία χειρόγραφα"
- συνώνυμο:
- εξοικονομώ ,
- διατηρώ ,
- συνεχίζω
3. To keep up and reserve for personal or special use
- "She saved the old family photographs in a drawer"
- synonym:
- save ,
- preserve
3. Για να διατηρήσετε και να κρατήσετε για προσωπική ή ειδική χρήση
- "Σώζει τις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες σε ένα συρτάρι"
- συνώνυμο:
- αποθηκεύω ,
- διατηρώ
4. Prevent (food) from rotting
- "Preserved meats"
- "Keep potatoes fresh"
- synonym:
- preserve ,
- keep
4. Αποτρέψτε το (τροφ) από τη σήψη
- "Συντηρημένα κρέατα"
- "Κρατήστε τις πατάτες φρέσκες"
- συνώνυμο:
- διατηρώ
5. Maintain in safety from injury, harm, or danger
- "May god keep you"
- synonym:
- keep ,
- preserve
5. Διατηρήστε την ασφάλεια από τραυματισμό, βλάβη ή κίνδυνο
- "Είθε ο θεός να σε κρατήσει"
- συνώνυμο:
- διατηρώ
6. Keep undisturbed for personal or private use for hunting, shooting, or fishing
- "Preserve the forest and the lakes"
- synonym:
- preserve
6. Κρατήστε ανενόχλητοι για προσωπική ή ιδιωτική χρήση για κυνήγι, σκοποβολή ή ψάρεμα
- "Διατηρήστε το δάσος και τις λίμνες"
- συνώνυμο:
- διατηρώ