Translation meaning & definition of the word "presenter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρουσιαστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Presenter
[Παρουσιαστής]/prɛzəntər/
noun
1. Someone who presents a message of some sort (as a petition or an address or a check or a memorial etc.)
- synonym:
- presenter
1. Κάποιος που παρουσιάζει ένα μήνυμα κάποιου είδους (ως αναφορά ή διεύθυνση ή έλεγχο ή μνημείο κ.λπ
- συνώνυμο:
- παρουσιαστήσ
2. An advocate who presents a person (as for an award or a degree or an introduction etc.)
- synonym:
- presenter ,
- sponsor
2. Ένας συνήγορος που παρουσιάζει ένα άτομο (ας για ένα βραβείο ή ένα πτυχίο ή μια εισαγωγή κλπ.)
- συνώνυμο:
- παρουσιαστήσ ,
- χορηγός
3. Person who makes a gift of property
- synonym:
- donor ,
- giver ,
- presenter ,
- bestower ,
- conferrer
3. Αυτός που κάνει ένα δώρο ιδιοκτησίας
- συνώνυμο:
- δότης ,
- δωρητήσ ,
- παρουσιαστήσ ,
- πελώριο ,
- αναθέτων