Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "preparation" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "προετοιμασία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Preparation

[Προετοιμασία]
/prɛpəreʃən/

noun

1. The activity of putting or setting in order in advance of some act or purpose

  • "Preparations for the ceremony had begun"
    synonym:
  • preparation
  • ,
  • readying

1. Η δραστηριότητα της τοποθέτησης ή ρύθμισης σε σειρά πριν από κάποια πράξη ή σκοπό

  • "Οι προετοιμασίες για την τελετή είχαν ξεκινήσει"
    συνώνυμο:
  • προετοιμασία
  • ,
  • ετοιμάζω

2. A substance prepared according to a formula

  • "The physician prescribed a commercial preparation of the medicine"
    synonym:
  • formulation
  • ,
  • preparation

2. Μια ουσία που παρασκευάζεται σύμφωνα με έναν τύπο

  • "Ο γιατρός συνταγογράφησε ένα εμπορικό παρασκεύασμα του φαρμάκου"
    συνώνυμο:
  • σύνθεση
  • ,
  • προετοιμασία

3. The cognitive process of thinking about what you will do in the event of something happening

  • "His planning for retirement was hindered by several uncertainties"
    synonym:
  • planning
  • ,
  • preparation
  • ,
  • provision

3. Η γνωστική διαδικασία της σκέψης για το τι θα κάνετε σε περίπτωση που συμβεί κάτι

  • "Ο σχεδιασμός του για συνταξιοδότηση παρεμποδίστηκε από αρκετές αβεβαιότητες"
    συνώνυμο:
  • σχεδιασμός
  • ,
  • προετοιμασία
  • ,
  • πρόβλεψη

4. The state of having been made ready or prepared for use or action (especially military action)

  • "Putting them in readiness"
  • "Their preparation was more than adequate"
    synonym:
  • readiness
  • ,
  • preparedness
  • ,
  • preparation

4. Η κατάσταση της προετοιμασίας ή της προετοιμασίας για χρήση ή δράση (ιδιαίτερα στρατιωτική δράση)

  • "Βάζοντάς τους σε ετοιμότητα"
  • "Η προετοιμασία τους ήταν περισσότερο από επαρκής"
    συνώνυμο:
  • ετοιμότητα
  • ,
  • προετοιμασία

5. (music) a note that produces a dissonant chord is first heard in a consonant chord

  • "The resolution of one dissonance is often the preparation for another dissonance"
    synonym:
  • preparation

5. (μουσική) μια νότα που παράγει μια παράφωνη συγχορδία ακούγεται για πρώτη φορά σε μια συγχορδία συμφώνου

  • "Η επίλυση μιας παραφωνίας είναι συχνά η προετοιμασία για μια άλλη παραφωνία"
    συνώνυμο:
  • προετοιμασία

6. Activity leading to skilled behavior

    synonym:
  • training
  • ,
  • preparation
  • ,
  • grooming

6. Δραστηριότητα που οδηγεί σε εξειδικευμένη συμπεριφορά

    συνώνυμο:
  • εκπαίδευση
  • ,
  • προετοιμασία
  • ,
  • περιποίηση

7. Preparatory school work done outside school (especially at home)

    synonym:
  • homework
  • ,
  • prep
  • ,
  • preparation

7. Προπαρασκευαστικές σχολικές εργασίες που γίνονται εκτός σχολείου (ειδικά στο σπίτι)

    συνώνυμο:
  • εργασία για το σπίτι
  • ,
  • προετοιμασία

8. The act of preparing something (as food) by the application of heat

  • "Cooking can be a great art"
  • "People are needed who have experience in cookery"
  • "He left the preparation of meals to his wife"
    synonym:
  • cooking
  • ,
  • cookery
  • ,
  • preparation

8. Η πράξη της προετοιμασίας κάτι (ως τροφή) με την εφαρμογή θερμότητας

  • "Το μαγείρεμα μπορεί να είναι μια μεγάλη τέχνη"
  • "Χρειάζονται άνθρωποι που έχουν εμπειρία στη μαγειρική"
  • "Άφησε την προετοιμασία των γευμάτων στη γυναίκα του"
    συνώνυμο:
  • μαγειρική
  • ,
  • προετοιμασία

Examples of using

The Greeks invented the comma, not for their literature but for their actors, to warn them to take a deep breath in preparation of an upcoming long phrase; thus a comma represents a pause.
Οι Έλληνες εφηύραν το κόμμα, όχι για τη λογοτεχνία τους αλλά για τους ηθοποιούς τους, για να τους προειδοποιήσουν να πάρουν μια βαθιά ανάσα προετοιμάζοντας μια επερχόμενη μεγάλη φράσ έτσι ένα κόμμα αντιπροσωπεύει μια παύση.