Translation meaning & definition of the word "premonition" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προτίμηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Premonition
[Πρόλογο]/prɛmənɪʃən/
noun
1. A feeling of evil to come
- "A steadily escalating sense of foreboding"
- "The lawyer had a presentiment that the judge would dismiss the case"
- synonym:
- foreboding ,
- premonition ,
- presentiment ,
- boding
1. Αίσθηση του κακού να έρθει
- "Μια σταθερά κλιμακούμενη αίσθηση προκαταρκτικής"
- "Ο δικηγόρος είχε την παρουσίαση ότι ο δικαστής θα απορρίψει την υπόθεση"
- συνώνυμο:
- προκαταρκτική ,
- προαίσθηση ,
- παρουσίαση ,
- στολίζω
2. An early warning about a future event
- synonym:
- forewarning ,
- premonition
2. Μια έγκαιρη προειδοποίηση για ένα μελλοντικό γεγονός
- συνώνυμο:
- προειδοποίηση ,
- προαίσθηση