Translation meaning & definition of the word "premium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρέμιο" στην ελληνική γλώσσα
Premium
[Ασφάλιση]noun
1. Payment for insurance
- synonym:
- premium ,
- insurance premium
1. Πληρωμή για ασφάλιση
- συνώνυμο:
- πριμοδότηση ,
- ασφάλιστρο
2. The amount that something in scarce supply is valued above its nominal value
- "They paid a premium for access to water"
- synonym:
- premium
2. Το ποσό που κάτι σε σπάνια προσφορά εκτιμάται πάνω από την ονομαστική του αξία
- "Πλήρωσαν ένα ασφάλιστρο για την πρόσβαση στο νερό"
- συνώνυμο:
- πριμοδότηση
3. A fee charged for exchanging currencies
- synonym:
- agio ,
- agiotage ,
- premium ,
- exchange premium
3. Ένα τέλος που χρεώνεται για την ανταλλαγή νομισμάτων
- συνώνυμο:
- αγίου ,
- αγιατρική ,
- πριμοδότηση ,
- ανταλλαγή πριμοδότησης
4. A prize, bonus, or award given as an inducement to purchase products, enter competitions initiated by business interests, etc.
- "They encouraged customers with a premium for loyal patronage"
- synonym:
- premium
4. Ένα βραβείο, μπόνους ή βραβείο που δίνεται ως προτροπή για την αγορά προϊόντων, εισάγετε διαγωνισμούς που ξεκινούν από επιχειρηματικά.
- "Ενθάρρυναν τους πελάτες με ένα ασφάλιστρο για πιστή υποστήριξη"
- συνώνυμο:
- πριμοδότηση
5. Payment or reward (especially from a government) for acts such as catching criminals or killing predatory animals or enlisting in the military
- synonym:
- bounty ,
- premium
5. Πληρωμή ή ανταμοιβή (ειδικά από κυβέρνηση) για πράξεις όπως η αλίευση εγκληματιών ή η θανάτωση αρπακτικών ζώων ή η κατάταξη
- συνώνυμο:
- γενναιοδωρία ,
- πριμοδότηση
adjective
1. Having or reflecting superior quality or value
- "Premium gasoline at a premium price"
- synonym:
- premium
1. Έχοντας ή αντανακλώντας την ανώτερη ποιότητα ή την αξία
- "Βενζίνη πρεμίου σε υψηλή τιμή"
- συνώνυμο:
- πριμοδότηση