Translation meaning & definition of the word "premier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρεμιέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Premier
[Πρωθυπουργός]/prɛmɪr/
noun
1. The person who holds the position of head of the government in the united kingdom
- synonym:
- Prime Minister ,
- PM ,
- premier
1. Το πρόσωπο που κατέχει τη θέση του επικεφαλής της κυβέρνησης στο ηνωμένο βασίλειο
- συνώνυμο:
- Πρωθυπουργός
2. The person who is head of state (in several countries)
- synonym:
- chancellor ,
- premier ,
- prime minister
2. Το πρόσωπο που είναι αρχηγός του κράτους (σε αρκετές χώρες)
- συνώνυμο:
- καγκελάριος ,
- πρωθυπουργός
verb
1. Be performed for the first time
- "We premiered the opera of the young composer and it was a critical success"
- synonym:
- premier ,
- premiere
1. Πραγματοποιείται για πρώτη φορά
- "Κάναμε πρεμιέρα στην όπερα του νεαρού συνθέτη και ήταν μια κρίσιμη επιτυχία"
- συνώνυμο:
- πρωθυπουργός ,
- πρεμιέρα
2. Perform a work for the first time
- synonym:
- premier ,
- premiere
2. Εκτελέστε μια εργασία για πρώτη φορά
- συνώνυμο:
- πρωθυπουργός ,
- πρεμιέρα
adjective
1. First in rank or degree
- "An architect of premier rank"
- "The prime minister"
- synonym:
- premier(a) ,
- prime(a)
1. Πρώτα σε βαθμό ή βαθμό
- "Ένας αρχιτέκτονας της πρώτης τάξης"
- "Ο πρωθυπουργός"
- συνώνυμο:
- πρεμιέρ(α ,
- πρωτ()
2. Preceding all others in time
- "The premiere showing"
- synonym:
- premier ,
- premiere
2. Προηγείται όλων των άλλων εγκαίρως
- "Η πρεμιέρα που δείχνει"
- συνώνυμο:
- πρωθυπουργός ,
- πρεμιέρα
Examples of using
Today's paper reports that the premier has given up the idea of visiting America.
Η σημερινή εργασία αναφέρει ότι ο πρωθυπουργός έχει εγκαταλείψει την ιδέα να επισκεφθεί την Αμερική.