Translation meaning & definition of the word "prejudiced" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προκατειλημμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prejudiced
[Προκαταληφθεί]/prɛʤədəst/
adjective
1. Emanating from a person's emotions and prejudices
- synonym:
- prejudiced
1. Προέρχεται από τα συναισθήματα και τις προκαταλήψεις ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- προκατειλημμένοσ
2. Being biased or having a belief or attitude formed beforehand
- "A prejudiced judge"
- synonym:
- prejudiced ,
- discriminatory
2. Να είστε προκατειλημμένοι ή να έχετε μια πίστη ή στάση που σχηματίστηκε εκ των προτέρων
- "Προκατειλημμένος δικαστής"
- συνώνυμο:
- προκατειλημμένοσ ,
- διακριτικόσ
Examples of using
Why are Japanese so prejudiced against lesbians and bisexuals?
Γιατί οι Ιάπωνες είναι τόσο προκατειλημμένοι εναντίον των λεσβιών και των αμφιφυλόφιλων?