Translation meaning & definition of the word "prehistoric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προϊστορική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prehistoric
[Προϊστορικόσ]/prihɪstɔrɪk/
adjective
1. Belonging to or existing in times before recorded history
- "Prehistoric settlements"
- "Prehistoric peoples"
- synonym:
- prehistoric ,
- prehistorical
1. Ανήκει ή υπάρχει σε περιόδους πριν από την καταγραμμένη ιστορία
- "Προϊστορικοί οικισμοί"
- "Προϊστορικοί λαοί"
- συνώνυμο:
- προϊστορικός ,
- προϊστορική
2. Of or relating to times before written history
- "Prehistoric archeology"
- synonym:
- prehistoric
2. Από ή σχετίζονται με τους χρόνους πριν από τη γραπτή ιστορία
- "Προϊστορική αρχαιολογία"
- συνώνυμο:
- προϊστορικός
3. No longer fashionable
- "My mother has these prehistoric ideas about proper clothes"
- synonym:
- prehistoric
3. Δεν είναι πλέον μοντέρνα
- "Η μητέρα μου έχει αυτές τις προϊστορικές ιδέες για τα κατάλληλα ρούχα"
- συνώνυμο:
- προϊστορικός