Translation meaning & definition of the word "pregnancy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκυμοσύνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pregnancy
[Εγκυμοσύνη]/prɛgnənsi/
noun
1. The state of being pregnant
- The period from conception to birth when a woman carries a developing fetus in her uterus
- synonym:
- pregnancy ,
- gestation ,
- maternity
1. Η κατάσταση της εγκυμοσύνης
- Η περίοδος από τη σύλληψη μέχρι τη γέννηση όταν μια γυναίκα φέρει ένα αναπτυσσόμενο έμβρυο στη μήτρα της
- συνώνυμο:
- εγκυμοσύνη ,
- κύηση ,
- μητρότητα
Examples of using
News of her pregnancy took her by surprise.
Τα νέα της εγκυμοσύνης της την εξέπληξαν.
Is it safe to eat raw fish during pregnancy?
Είναι ασφαλές να τρώτε ωμά ψάρια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης?
I had toxemia during my pregnancy.
Είχα τοξαιμία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου.