Translation meaning & definition of the word "prefix" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόθεμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prefix
[Προεπιδιόρθωση]/prifɪks/
noun
1. An affix that is added in front of the word
- synonym:
- prefix
1. Μια επιδιόρθωση που προστίθεται μπροστά από τη λέξη
- συνώνυμο:
- πρόθεμα
verb
1. Attach a prefix to
- "Prefixed words"
- synonym:
- prefix
1. Επισυνάψτε ένα πρόθεμα σε
- "Προκαθορισμένες λέξεις"
- συνώνυμο:
- πρόθεμα