Translation meaning & definition of the word "preferred" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προτιμάται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Preferred
[Προτιμώ]/prəfərd/
adjective
1. More desirable than another
- "Coffee is preferable to tea"
- "Danny's preferred name is `dan'"
- synonym:
- preferable ,
- preferred
1. Πιο επιθυμητό από ένα άλλο
- "Ο καφές είναι προτιμότερος από το τσάι"
- "Το προτιμώμενο όνομα του ντάνι είναι `μπαμπά'"
- συνώνυμο:
- προτιμότερο ,
- προτιμάται
2. Preferred above all others and treated with partiality
- "The favored child"
- synonym:
- favored ,
- favorite(a) ,
- favourite(a) ,
- best-loved ,
- pet ,
- preferred ,
- preferent
2. Προτιμάται πάνω από όλα και αντιμετωπίζεται με μεροληψία
- "Το ευνοημένο παιδί"
- συνώνυμο:
- ευνοείται ,
- αγαπημένο( ,
- φαβορίγγα ,
- αγαπημένος ,
- κατοικίδιο ζώο ,
- προτιμάται ,
- προτίμηση