Translation meaning & definition of the word "preference" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προτίμηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Preference
[Προτίμηση]/prɛfərəns/
noun
1. A strong liking
- "My own preference is for good literature"
- "The irish have a penchant for blarney"
- synonym:
- preference ,
- penchant ,
- predilection ,
- taste
1. Μια ισχυρή προτίμηση
- "Η προτίμησή μου είναι για την καλή λογοτεχνία"
- "Οι ιρλανδοί έχουν μια τάση για το μπλάρνεϊ"
- συνώνυμο:
- προτίμηση ,
- πενιχρόσ ,
- προαναρρόφηση ,
- γεύση
2. A predisposition in favor of something
- "A predilection for expensive cars"
- "His sexual preferences"
- "Showed a marxist orientation"
- synonym:
- predilection ,
- preference ,
- orientation
2. Προδιάθεση για κάτι
- "Προτίμηση για ακριβά αυτοκίνητα"
- "Σεξουαλικές προτιμήσεις"
- "Δείχνει μαρξιστικό προσανατολισμό"
- συνώνυμο:
- προαναρρόφηση ,
- προτίμηση ,
- προσανατολισμός
3. The right or chance to choose
- "Given my druthers, i'd eat cake"
- synonym:
- preference ,
- druthers
3. Το δικαίωμα ή την ευκαιρία να επιλέξετε
- "Δεδομένων των τρυπανιών μου, θα έτρωγα κέικ"
- συνώνυμο:
- προτίμηση ,
- τρυπητήρια
4. Grant of favor or advantage to one over another (especially to a country or countries in matters of international trade, such as levying duties)
- synonym:
- preference
4. Χορήγηση εύνοιας ή πλεονεκτήματος το ένα ένα πάνω από το άλλο ( ειδικά σε χώρες ή χώρες σε θέματα διεθνούς εμπορίου, όπως η επιβολή δασμών)
- συνώνυμο:
- προτίμηση