Translation meaning & definition of the word "preferably" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατά προτίμηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Preferably
[Κατά προτίμηση]/prɛfərəbli/
adverb
1. More readily or willingly
- "Clean it well, preferably with warm water"
- "I'd rather be in philadelphia"
- "I'd sooner die than give up"
- synonym:
- preferably ,
- sooner ,
- rather
1. Πιο εύκολα ή πρόθυμα
- "Καθαρίστε το καλά, κατά προτίμηση με ζεστό νερό"
- "Θα προτιμούσα να είμαι στη φιλαδέλφεια"
- "Νωρίτερα θα πέθαινα παρά θα τα παρατούσα"
- συνώνυμο:
- κατά προτίμηση ,
- νωρίτερα ,
- μάλλον
Examples of using
Seek shelter in a fortified, windowless room, preferably underground.
Αναζητήστε καταφύγιο σε ένα οχυρωμένο, χωρίς παράθυρα δωμάτιο, κατά προτίμηση υπόγεια.