Translation meaning & definition of the word "preferable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προτιμότερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Preferable
[Προτιμητέο]/prɛfərəbəl/
adjective
1. More desirable than another
- "Coffee is preferable to tea"
- "Danny's preferred name is `dan'"
- synonym:
- preferable ,
- preferred
1. Πιο επιθυμητό από ένα άλλο
- "Ο καφές είναι προτιμότερος από το τσάι"
- "Το προτιμώμενο όνομα του ντάνι είναι `μπαμπά'"
- συνώνυμο:
- προτιμότερο ,
- προτιμάται
Examples of using
Poverty with honesty is preferable to wealth obtained by unfair means.
Η φτώχεια με ειλικρίνεια είναι προτιμότερη από τον πλούτο που αποκτάται με αθέμιτα μέσα.
Death is preferable to such suffering.
Ο θάνατος είναι προτιμότερος από τέτοια δεινά.
Poverty with honesty is preferable to wealth obtained by unfair means.
Η φτώχεια με ειλικρίνεια είναι προτιμότερη από τον πλούτο που αποκτάται με αθέμιτα μέσα.