Translation meaning & definition of the word "predispose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πιστοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Predispose
[Προεπιλέγω]/pridɪspoʊz/
verb
1. Make susceptible
- "This illness predisposes you to gain weight"
- synonym:
- predispose
1. Κάνω ευαίσθητο
- "Αυτή η ασθένεια σας προδιαθέτει να κερδίσετε βάρος"
- συνώνυμο:
- προδιαθέτω