Translation meaning & definition of the word "predictor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προβλέπων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Predictor
[Προβλέπων]/prɪdɪktər/
noun
1. Someone who makes predictions of the future (usually on the basis of special knowledge)
- synonym:
- forecaster ,
- predictor ,
- prognosticator ,
- soothsayer
1. Κάποιος που κάνει προβλέψεις για το μέλλον (συνήθως με βάση ειδικές γνώσεις)
- συνώνυμο:
- προγνώστησ ,
- προγνωστικό ,
- παρασιτοκτόνοσ
2. Information that supports a probabilistic estimate of future events
- "The weekly bulletin contains several predictors of mutual fund performance"
- synonym:
- predictor
2. Πληροφορίες που υποστηρίζουν μια πιθανολογική εκτίμηση των μελλοντικών γεγονότων
- "Το εβδομαδιαίο δελτίο περιέχει διάφορους προγνωστικούς παράγοντες της απόδοσης των αμοιβαίων κεφαλαίων"
- συνώνυμο:
- προγνωστικό
3. A computer for controlling antiaircraft fire that computes the position of an aircraft at the instant of a shell's arrival
- synonym:
- predictor
3. Ένας υπολογιστής για τον έλεγχο της αντιαεροπορικής πυρκαγιάς που υπολογίζει τη θέση ενός αεροσκάφους κατά τη στιγμή της άφιξης ενός κελύφους
- συνώνυμο:
- προγνωστικό