Translation meaning & definition of the word "prediction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόβλεψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prediction
[Πρόβλεψη]/pridɪkʃən/
noun
1. The act of predicting (as by reasoning about the future)
- synonym:
- prediction ,
- anticipation ,
- prevision
1. Η πράξη της πρόβλεψης (ας με συλλογισμό για το μέλλον)
- συνώνυμο:
- πρόβλεψη ,
- επικράτηση
2. A statement made about the future
- synonym:
- prediction ,
- foretelling ,
- forecasting ,
- prognostication
2. Μια δήλωση που έγινε για το μέλλον
- συνώνυμο:
- πρόβλεψη ,
- προειδοποίηση ,
- πρόγνωση
Examples of using
Strange to say, his prediction has come true.
Είναι περίεργο να πούμε ότι η πρόβλεψή του έγινε πραγματικότητα.
To our surprise, her prediction came true.
Προς έκπληξή μας, η πρόβλεψή της έγινε πραγματικότητα.