Translation meaning & definition of the word "predicament" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόβλεψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Predicament
[Κατηγορία]/prɪdɪkəmənt/
noun
1. A situation from which extrication is difficult especially an unpleasant or trying one
- "Finds himself in a most awkward predicament"
- "The woeful plight of homeless people"
- synonym:
- predicament ,
- quandary ,
- plight
1. Μια κατάσταση από την οποία η εξώθηση είναι δύσκολη, ειδικά μια δυσάρεστη ή δοκιμαστική
- "Βρίσκει τον εαυτό του σε μια πιο δύσκολη κατάσταση"
- "Η θλιβερή κατάσταση των αστέγων"
- συνώνυμο:
- καταδίκη ,
- πενταμελής ,
- αδυναμία