Translation meaning & definition of the word "predatory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προπαρασκευαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Predatory
[Προτιμητικόσ]/prɛdətɔri/
adjective
1. Characterized by plundering or pillaging or marauding
- "Bands of marauding indians"
- "Predatory warfare"
- "A raiding party"
- synonym:
- marauding ,
- predatory ,
- raiding
1. Χαρακτηρίζεται από λεηλασία ή λεηλασία
- "Ζώνες των επιδρομείς των ινδιάνων"
- "Αναπηρικός πόλεμος"
- "Πάρτι επιδρομών"
- συνώνυμο:
- επίδειξη ,
- αρπακτικόσ ,
- επιδρομή
2. Living by preying on other animals especially by catching living prey
- "A predatory bird"
- "The rapacious wolf"
- "Raptorial birds"
- "Ravening wolves"
- "A vulturine taste for offal"
- synonym:
- predatory ,
- rapacious ,
- raptorial ,
- ravening ,
- vulturine ,
- vulturous
2. Ζώντας με το να κηρύττουν σε άλλα ζώα ειδικά με την αλίευση ζωντανών θηραμάτων
- "Ένα αρπακτικό πουλί"
- "Ο αρπακτικός λύκος"
- "Αρπακτικά πουλιά"
- "Λύκοι βραδινοί"
- "Μια γεύση βουλτουρίνης για εντόσθια"
- συνώνυμο:
- αρπακτικόσ ,
- αρπακτικός ,
- αρπαγή ,
- βουλτουρίνη ,
- αγελαδινός
3. Living by or given to victimizing others for personal gain
- "Predatory capitalists"
- "A predatory, insensate society in which innocence and decency can prove fatal"- peter s. prescott
- "A predacious kind of animal--the early geological gangster"- w.e.swinton
- synonym:
- predaceous ,
- predacious ,
- predatory
3. Ζώντας ή δίνοντας στους άλλους για προσωπικό κέρδος
- "Αξιόπιστοι καπιταλιστές"
- "Μια αρπακτική, αναίσθητη κοινωνία στην οποία η αθωότητα και η ευπρέπεια μπορούν να αποδειχθούν μοιραίες" - πέτρος σ. πρέσκοτ
- "Ένα αρπακτικό είδος ζώου-του πρώιμου γεωλογικού γκάνγκστερ" - γ.ε.σουίντον
- συνώνυμο:
- προεξέχουσα ,
- αρπακτικόσ