Translation meaning & definition of the word "precision" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρίβεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Precision
[Ακρίβεια]/prisɪʒən/
noun
1. The quality of being reproducible in amount or performance
- "He handled it with the preciseness of an automaton"
- "Note the meticulous precision of his measurements"
- synonym:
- preciseness ,
- precision
1. Η ποιότητα του να είναι αναπαραγώγιμη σε ποσότητα ή απόδοση
- "Το χειρίστηκε με την ακρίβεια ενός αυτόματου"
- "Σημειώστε τη σχολαστική ακρίβεια των μετρήσεών του"
- συνώνυμο:
- ακρίβεια