Translation meaning & definition of the word "precise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρίβεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Precise
[Ακριβής]/prɪsaɪs/
adjective
1. Sharply exact or accurate or delimited
- "A precise mind"
- "Specified a precise amount"
- "Arrived at the precise moment"
- synonym:
- precise
1. Απότομα ακριβής ή ακριβής ή οριοθετημένος
- "Ακριβές μυαλό"
- "Προσδιορίστε ένα ακριβές ποσό"
- "Αφιερωμένο στην ακριβή στιγμή"
- συνώνυμο:
- ακριβής
2. (of ideas, images, representations, expressions) characterized by perfect conformity to fact or truth
- Strictly correct
- "A precise image"
- "A precise measurement"
- synonym:
- accurate ,
- exact ,
- precise
2. (των ιδεών, εικόνων, αναπαραστάσεων, εκφράσεων) χαρακτηρίζεται από τέλεια συμμόρφωση με το γεγονός ή την αλήθεια
- Αυστηρά σωστό
- "Ακριβής εικόνα"
- "Ακριβής μέτρηση"
- συνώνυμο:
- ακριβής
Examples of using
The measurements must be precise.
Οι μετρήσεις πρέπει να είναι ακριβείς.
To be more precise, I'd call it not the reason but an excuse.
Για να είμαι πιο ακριβής, θα το αποκαλούσα όχι το λόγο, αλλά μια δικαιολογία.
To be precise, I go, because I am forced to.
Για να είμαι ακριβής, πάω, γιατί είμαι αναγκασμένος να.