Translation meaning & definition of the word "precipitation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραδοχή" στην ελληνική γλώσσα
Precipitation
[Καθίζηση]noun
1. The quantity of water falling to earth at a specific place within a specified period of time
- "The storm brought several inches of precipitation"
- synonym:
- precipitation
1. Η ποσότητα του νερού που πέφτει στη γη σε ένα συγκεκριμένο μέρος μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο
- "Η καταιγίδα έφερε αρκετές ίντσες βροχόπτωσης"
- συνώνυμο:
- βροχόπτωση
2. The process of forming a chemical precipitate
- synonym:
- precipitation
2. Η διαδικασία σχηματισμού χημικού ιζήματος
- συνώνυμο:
- βροχόπτωση
3. The falling to earth of any form of water (rain or snow or hail or sleet or mist)
- synonym:
- precipitation ,
- downfall
3. Η πτώση στη γη οποιασδήποτε μορφής νερού (από το χιόνι ή το χαλάζι ή το χιονόνερο ή από τον λεβήτα ή το )
- συνώνυμο:
- βροχόπτωση ,
- πτώση
4. The act of casting down or falling headlong from a height
- synonym:
- precipitation
4. Η πράξη της ρίψης προς τα κάτω ή της πτώσης από ύψος
- συνώνυμο:
- βροχόπτωση
5. An unexpected acceleration or hastening
- "He is responsible for the precipitation of his own demise"
- synonym:
- precipitation
5. Μια απροσδόκητη επιτάχυνση ή επιτάχυνση
- "Είναι υπεύθυνος για την βροχόπτωση του δικού του θανάτου"
- συνώνυμο:
- βροχόπτωση
6. Overly eager speed (and possible carelessness)
- "He soon regretted his haste"
- synonym:
- haste ,
- hastiness ,
- hurry ,
- hurriedness ,
- precipitation
6. Υπερβολικά πρόθυμη ταχύτητα (και πιθανή απροσεξία)
- "Σύντομα μετάνιωσε για τη βιασύνη του"
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- βιάζω ,
- βροχόπτωση