Translation meaning & definition of the word "precinct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόφαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Precinct
[Περίβολο]/prisɪŋkt/
noun
1. A district of a city or town marked out for administrative purposes
- synonym:
- precinct
1. Μια περιοχή μιας πόλης ή μιας πόλης που σημειώνεται για διοικητικούς σκοπούς
- συνώνυμο:
- περίβολο